- καταφερής
- καταφερήςgoing downmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφερής — καταφερής, ές (Α) 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει 2. μτφ. ορμητικός 3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής 4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι 5. λάγνος, ασελγής 6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» αυτός που κλίνει… … Dictionary of Greek
καταφέρῃς — καταφέρω bring down pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερῆ — καταφερής going down neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταφερής going down masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταφερής going down masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερεστέραις — καταφερής going down fem dat comp pl καταφερεστέρᾱͅς , καταφερής going down fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερεῖ — καταφερής going down masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καταφερής going down masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερεῖς — καταφερής going down masc/fem acc pl καταφερής going down masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερές — καταφερής going down masc/fem voc sg καταφερής going down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερέστατον — καταφερής going down masc acc superl sg καταφερής going down neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφερεστάτοις — καταφερής going down masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφεροῦς — καταφερής going down masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)